πασίδηλος

πασίδηλος
-η, -ο / πασίδηλος, -ον, ΝΜΑ
φανερός σε όλους, πασιφανής, ολοφάνερος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πασίδηλο
διεθν. δίκ. γεγονός του οποίου η απόδειξη δεν απαιτείται ως εκ τής αναμφισβήτητης διαδόσεως του διεθνώς, στα όρια δεδομένου κράτους ή σε συγκεκριμένο τόπο, διότι θεωρείται αυταπόδεικτο.
επίρρ...
πασιδήλως
με ολοφάνερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού επιθ. πᾶς + δῆλος «φανερός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πασίδηλος — η, ο ολοφάνερος, πασιφανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πασίδηλον — πασίδηλος all manifest masc/fem acc sg πασίδηλος all manifest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασιδήλων — πασίδηλος all manifest masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • ανάδηλος — ἀνάδηλος, ον (Α) πασίδηλος, ολοφάνερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δηλος < δῆλος «φανερός». ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀναδηλῶ] …   Dictionary of Greek

  • δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • διάδηλος — η, ο (AM διάδηλος, ον) [δήλος] ολοφάνερος, πασίδηλος …   Dictionary of Greek

  • πάνδηλος — η, ο γνωστός σε όλους, ολοφάνερος, καταφανής, πασίδηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δηλος (< αρχ. δῆλος «φανερός»), πρβλ. κατά δηλος] …   Dictionary of Greek

  • πασιφανής — ές, ΝΑ φανερός σε όλους, ολοφάνερος, πασίδηλος. επίρρ... πασιφανώς Ν με ολοφάνερο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + φανής (< φαίνω / φαίνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ολοφάνερος — η, ο ο ολότελα φανερός, πασίδηλος, οφθαλμοφανής: Ολοφάνερη απάτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”